- αχόρευτος
- -η, -ο (Α ἀχόρευτος, -ον)αυτός που δεν έχει χορέψειαρχ.1. εκείνος που δεν έχει ασκηθεί στον χορό2. όποιος δεν μετέχει σε χορό ή δεν συνοδεύεται από χορό, θλιβερός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀχόρευτος — not trained in the dance masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αχόρευτος — η, ο 1. αυτός που δε χόρεψε: Ήταν στενοχωρημένη, γιατί είχε μείνει αχόρευτη. 2. αυτός που δε γιορτάστηκε: Γάμος αχόρευτος δε γίνεται … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀχορεύτως — ἀχόρευτος not trained in the dance adverbial ἀχόρευτος not trained in the dance masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀχόρευτον — ἀχόρευτος not trained in the dance masc/fem acc sg ἀχόρευτος not trained in the dance neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀχορεύτους — ἀχόρευτος not trained in the dance masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀχόρευτα — ἀχόρευτος not trained in the dance neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀχόρευτε — ἀχόρευτος not trained in the dance masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀχόρευτοι — ἀχόρευτος not trained in the dance masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ԱՆՊԱՐԵԼԻ — ( ) NBH 1 0229 Chronological Sequence: Unknown date ա. ἁχόρευτος carens choreis, illatabilis Ուր չիք պար. անմասն ʼի վայելչութենէ պարուց. *Վազես մոլեգնաբար, եւ պարես զանպարելին. Բրս. արբեց.: (այսինքն գինովի պէս կըցաթկըտես:) … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)